
Η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο δεν στοιχειοθετεί άνευ ετέρου υποκείμενη σε φόρο άτυπη δωρεά.
Ο φορολογικός έλεγχος καταλόγισε το έτος 2017 σε βάρος εταιρίας κύριο φόρο δωρεάς και πρόσθετο φόρο λόγω μη υποβολής δηλώσεως. Ειδικότερα ο έλεγχος είχε κρίνει ότι σε περίπτωση αύξησης κεφαλαίου με έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο από εταιρία, που εμφανίζει αρνητική καθαρή θέση, το ποσό της υπέρ το άρτιο διαφοράς συνιστά άτυπη δωρεά, προς τους μετόχους που δεν συμμετείχαν στην αύξηση. Το Διοικητικό Εφετείο, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του ελέγχου, έκρινε ότι η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο δεν στοιχειοθετεί υποκείμενη σε φόρο άτυπη δωρεά. Το ΣτΕ επικυρώνοντας την απόφαση του Εφετείου, έκρινε ότι μόνη η έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο σε περίπτωση ύπαρξης ζημίας της εταιρίας δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την ύπαρξη δωρεάς και δη υπέρ των λοιπών μετόχων που δεν συμμετέχουν στην αύξηση του κεφαλαίου. Τούτο διότι η λήψη των μετοχών της ανώνυμης εταιρίας λαμβάνει χώρα έναντι ανταλλάγματος στην τιμή διαθέσεως των μετοχών, που ορίζεται από την ίδια την εταιρία (ΣτΕ 1698/2025).
Η λήψη πλαστών τιμολογίων δεν αποκλείει αυτοδικαίως το δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η μη νόμιμη διάτρηση και θεώρηση τιμολογίου, αν και συνιστά πλαστότητα κατά την εθνική νομοθεσία, δεν αρκεί για να στερήσει τον υποκείμενο στον φόρο από την έκπτωση, εφόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε. Η φορολογική αρχή οφείλει να αποδείξει, με αντικειμενικά στοιχεία, ότι ο λήπτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλαστότητα και την απάτη του εκδότη, διαφορετικά, η ουδετερότητα του ΦΠΑ επιβάλλει τη διατήρηση του δικαιώματος έκπτωσης. Στην υπόθεση, η εταιρία ενήργησε καλόπιστα, κατέβαλε το τίμημα και οι συναλλαγές ήταν πραγματικές, ενώ η πλαστότητα αφορούσε τυπικές ελλείψεις μη ευχερώς αντιληπτές. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η λήψη πλαστών στοιχείων δεν συνεπάγεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ούτε συμμετοχή σε παραβατική συμπεριφορά (ΣτΕ 1454/2025).
Υφίσταται τεκμήριο άτυπης δωρεάς σε τραπεζικές καταθέσεις με ενεργοποίηση της δεκαπενταετούς παραγραφής της αξίωσης της Διοίκησης.
Το ΣτΕ, σε πρόσφατη υπόθεσή του, κλήθηκε να εξετάσει υπόθεση επιβολής φόρου άτυπης δωρεάς λόγω μεγάλων καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς φυσικού προσώπου, τις οποίες η φορολογική αρχή θεώρησε δωρεές από τους γονείς του. Το δικαστήριο έκρινε ότι, όταν δεν υποβάλλεται δήλωση για την κτηθείσα περιουσία, ο νόμος προβλέπει δεκαπενταετή παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου και ότι η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς η μη δήλωση καθιστά δυσχερή τον εντοπισμό της φορολογητέας ύλης. Απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος περί σύμβασης ανώμαλης παρακαταθήκης με τους γονείς του, διότι κρίθηκε ότι στην περίπτωση τραπεζικών καταθέσεων θεματοφύλακας είναι μόνο η τράπεζα, ενώ δεν αποδείχθηκαν με επαρκή έγγραφα, η φύλαξη και η επιστροφή των χρημάτων. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι αιτιολογημένα συναγάγεται τεκμήριο δωρεάς, καθώς αποκλείστηκαν άλλες πηγές προέλευσης και οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων επέτρεπαν τη δωρεά. Συνεπώς, οι πράξεις καταλογισμού από πλευράς της Διοίκησης κρίθηκαν νόμιμες και εμπρόθεσμες (ΣτΕ 1736/2025).
Η φορολογικής διοίκησης είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί ειδικά την απόρριψη δαπανών προς εταιρίες σε κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς όταν ο φορολογούμενος αποδεικνύει τον πραγματικό χαρακτήρα των συναλλαγών.
Η απόφαση πραγματεύεται τη δυνατότητα έκπτωσης τόκων που κατέβαλε ημεδαπή εταιρία σε αλλοδαπές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, τις οποίες η φορολογική διοίκηση δεν αναγνώρισε, θεωρώντας ότι υπέκρυπταν μεταφορά εισοδήματος στο εξωτερικό. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι, όταν ο φορολογούμενος επικαλείται και προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία προς τεκμηρίωση του πραγματικού και συνήθους χαρακτήρα των συναλλαγών, η διοίκηση υποχρεούται να προβαίνει σε ειδική και αιτιολογημένη αξιολόγηση της επάρκειας και του αποδεικτικού τους βάρους. Όταν η διοίκηση δεν ανταποκρίνεται στο αποδεικτικό βάρος που της αναλογεί, την εκτίμηση δηλαδή των στοιχείων που προβάλλει ο διοικούμενος, δεν δύναται αυτά να αμφισβητηθούν αργότερα δικαστικά. Κατά συνέπεια, η απόρριψη της δαπάνης κρίθηκε νομικώς αβάσιμη και η αίτηση της φορολογικής αρχής απορρίφθηκε, άποψη που υιοθετήθηκε τόσο από το Εφετείο όσο και από το ΣτΕ (ΣτΕ 1082/2025).
Τα έσοδα από την εταιρική φορολογία αυξήθηκαν παγκοσμίως σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ.
Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι οι εταιρικοί φόροι παραμένουν βασικός πυλώνας των δημοσίων εσόδων. Για την Ελλάδα, ο ονομαστικός συντελεστής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων για το 2025 διαμορφώνεται στο 22%, επίπεδο χαμηλότερο από σειρά κρατών-μελών της ΕΕ αλλά και από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Παράλληλα, η Ελλάδα εφαρμόζει έναν από τους χαμηλότερους συντελεστές παρακράτησης σε μερίσματα, ο οποίος ανέρχεται σε 5% και συγκαταλέγεται στους χαμηλότερους μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος. Ως προς τη διάρθρωση των φορολογικών εσόδων, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν το 38% των εσόδων από τον εταιρικό φόρο, ενώ ο πραγματικός μέσος φορολογικός συντελεστής της Ελλάδας κατατάσσεται στη μεσαία προς ανώτερη ζώνη διεθνώς. Τα συνολικά στοιχεία της έκθεσης φαίνεται να τοποθετούν τη χώρα σε ανταγωνιστικό πλαίσιο σε σχέση με άλλες οικονομίες, κυρίως λόγω του χαμηλού συντελεστή φορολογίας μερισμάτων (ΟΟΣΑ-Corporate Tax Statistics 2025).
Εγγραφείτε στις ενημερώσεις μας