article banner
Newsletter

In touch with tax, No 30

Γνωρίζετε ότι...

Η αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας μπορεί να φορολογηθεί, ακόμη και εάν προκύπτει πριν από 30.9.2010, οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ν. 3888/2010. Το ζήτημα επέλυσε η ιδιαίτερα σημαντική προδικαστική απόφαση 884/2016 του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Αναφέρουμε συνοπτικά τις βασικότερες σκέψεις του Δικαστηρίου:

  • scales redΠοσό τραπεζικού λογαριασμού και αντίστοιχου εμβάσματος μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού ακόμη και εάν η προσαύξηση προέκυψε προ 30.9.2010. Τα ως άνω ποσά θα πρέπει, ωστόσο, να μην καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του φορολογουμένου καθώς και ούτε από άλλες συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες πηγές ή αιτίες.
  • Η διάταξη περί φορολόγησης της αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας (ν. 3888/2010) εφαρμόζεται σε καταθέσεις προϋφιστάμενες της 30.9.2010, εφόσον το δικαίωμα του δημοσίου να επιβάλει φόρο δεν έχει παραγραφεί. Η διάταξη δεν επιβάλλει φόρο ή τεκμήριο. Αντιθέτως η φορολόγηση της αδικαιολόγητης προσαύξησης μπορούσε να συναχθεί, κατά τρόπο σαφή και προβλέψιμο, και από το προηγούμενο νομικό πλαίσιο. Δεν προκύπτει δηλαδή αναδρομική φορολόγηση εισοδημάτων κατά παράβαση του Συντάγματος.
  • Η αδικαιολόγητη προσαύξηση φορολογείται ως εισόδημα της περιόδου κατά την οποία προκύπτει ότι εισήχθη στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού. Συνεπώς, κρίσιμος είναι, κατ’ αρχήν, ο χρόνος κατάθεσης του ποσού στον λογαριασμό, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα και όχι  ο χρόνος της μετέπειτα διενέργειας εμβάσματος. Κρίσιμος μπορεί να θεωρηθεί ο χρόνος προηγούμενης κατάθεσης του ποσού σε άλλο λογαριασμό του ιδίου προσώπου, από τον οποίο έγινε μετέπειτα μεταφορά των χρημάτων στον επίμαχο λογαριασμό.
  • Το ποσό των τεκμηρίων αφαιρείται από το εισόδημα και το προς ανάλωση κεφάλαιο που μπορούν να δικαιολογήσουν την προσαύξηση περιουσίας. Αυτό ισχύει στο μέτρο που οι σχετικές δαπάνες δεν αμφισβητηθούν επιτυχώς από τον φορολογούμενο.

Αξίζει να σταθούμε και στις εξής σκέψεις του Συμβουλίου της Επικρατείας:

  • Ο φορολογούμενος τεκμαίρεται ότι γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του.
  • Η αιτία προσαύξησης δεν είναι ευαίσθητο και χρήζον αυξημένης προστασίας προσωπικό δεδομένο. Για την πρόσβαση σε αυτό το δεδομένο το κράτος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης.
  • Η απαίτηση να τεκμηριώσει η φορολογική αρχή την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη εύρεση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φορολογουμένων και του δημοσίου συμφέροντος.
  • Η μεταφορά χρηματικού ποσού από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογουμένου σε άλλον λογαριασμό του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επαυξάνει την περιουσία του.

Γενικά για την φορολογία των φυσικών προσώπων:

  • people purple«Σκληραίνουν» οι πρακτικές των φορολογικών ελέγχων επί φυσικών προσώπων. Τόσο η φορολογική διοίκηση όσο και οι δικαστικές αρχές κάνουν χρήση της «διακριτικής ευχέρειας» που τους δίνει ο νόμος να κινηθεί άμεσα η ποινική διαδικασία. Η προσφορότερη μέθοδος (από τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου) που χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό των αδήλωτων εισοδημάτων  είναι αυτή του ελέγχου των τραπεζικών καταθέσεων. Συγκρίνονται οι πρωτογενείς καταθέσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς του φορολογούμενου (όλα αυτά τα στοιχεία βρίσκονται ήδη ηλεκτρονικά στη διάθεση της φορολογικής αρχής) με τα δηλωθέντα εισοδήματα της κάθε χρονιάς, και αν υφίστανται τραπεζικές καταθέσεις που δεν δικαιολογούνται, εφαρμόζεται η διάταξη που αφορά στην προσαύξηση περιουσίας και ξεκινάει παράλληλα η ποινική διαδικασία (ανάλογα με το ύψος του οφειλόμενου φόρου). Στις περιπτώσεις αυτές για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου λαμβάνονται μέτρα όπως π.χ. δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων κλπ.
  • Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν σε συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατ' ανάγκη φορολογητέο εισόδημα. Επιπλέον, μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα.
  • Δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση τους και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για τη διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων, σύμφωνα με πρόσφατες οδηγίες που εκδόθηκαν από τη Γ.Γ.Δ.Ε. Εάν όμως τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή για λοιπές δαπάνες, τότε δεν πρόκειται για επανακατάθεση αλλά για πρωτογενή κατάθεση, στην οποία, αν δεν δικαιολογείται, επιβάλλεται φόρος 33% και το ποσό χαρακτηρίζεται ως  προσαύξηση περιουσίας.
  • Η διάταξη (άρθρο 30 παρ. 5 του ν.3296/2004) σύμφωνα με την οποία η Υπηρεσία Ειδικού Ελέγχου (πρώην Σ.Δ.Ο.Ε) μπορεί να προβαίνει προληπτικά σε δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και άλλων περιουσιακών στοιχείων, ως μέτρα συντηρητικής κατάσχεσης για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, έχει κριθεί επανειλημμένα από το ΣτΕ πως αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτό γιατί πρόκειται για διάταξη με την οποία επιβάλλονται τα όποια μέτρα συντηρητικής κατάσχεσης προληπτικά. Πρόκειται, εν ολίγοις, για διάταξη που επιτρέπει στην Υπηρεσία να προβεί σε συντηρητική κατάσχεση μόνο λόγω της πιθανότητας να έχει τελέσει ο φορολογούμενος κάποια παράβαση (ΣτΕ 1260/2015, ΣτΕ 3316/2014).
  • Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, σύμφωνα με την οποία η φορολογική αρχή μπορεί να προβεί σε μέτρα συντηρητικής κατάσχεσης έπειτα από έλεγχο και βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου έχει κριθεί από το ΣτΕ ότι είναι συνταγματική (ΣτΕ 2297/2015).
  • Τα ποσά εμβασμάτων προς το εξωτερικό καλύπτονται και με προϊόν εκποίησης πριν την αποστολή του εμβάσματος, εφόσον αυτή αποδεικνύεται από σχετικά παραστατικά. Σε περιπτώσεις εμβασμάτων από κοινό λογαριασμό, γίνεται καταρχήν ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται διαφορετική αναλογία, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι το σημείο όλα τα χρήματα να ανήκαν στην πραγματικότητα μόνο στον άλλο δικαιούχο, ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται με κάθε πρόσφορο μέσο.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με φορολογικά θέματα, μπορείτε να επικοινωνήσετε με το τμήμα Tax & Outsourcing της Grant Thornton στο email: tax@gr.gt.com