article banner
ΦΟΡΟΔΟΞΙΕΣ

Φοροδοξίες, 18.10.2020

Γνωρίζετε ότι...

Δεν αναγνωρίστηκε προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα δαπάνη για αποζημίωση απόλυσης, η οποία κρίθηκε ότι δόθηκε με σκοπό την αποφυγή φορολόγησης. Ειδικότερα, η δαπάνη αφορούσε αποζημίωση απόλυσης που δόθηκε προς την αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της εταιρείας και σύζυγο του προέδρου και διευθύνοντα συμβούλου αυτής. Από τον έλεγχο κρίθηκε ότι η απόλυση πραγματοποιήθηκε με σκοπό το όφελος από την μείωση των κερδών της εταιρείας αλλά και με επιπλέον όφελος για την εργαζόμενη λόγω της ευνοϊκής διάταξης για την μη υπαγωγή σε φορολόγηση της αποζημίωσης απόλυσης ποσού έως 60.000€. Επίσης, σημειώνεται ότι η προσφεύγουσα ωφελήθηκε και από την μη υποχρέωση καταβολής εργοδοτικών εισφορών για το ποσό που μεταφέρθηκε. Εν προκειμένω, η ΔΕΔ λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, μεταξύ αυτών και το γεγονός ότι η εργαζόμενη επαναπροσλήφθηκε στην ίδια θέση που κατείχε μέσα στον επόμενο χρόνο, εφάρμοσε τον γενικό αντικαταχρηστικό κανόνα του άρθρου 38 του Ν. 4174/2013 και απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι ο ανωτέρω χειρισμός συνιστά τεχνητή διευθέτηση που αποβλέπει στην αποφυγή φορολόγησης (ΔΕΔ 1050/2020).


Η υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. σύμφωνα με τις ευνοϊκές διατάξεις του Ν. 4446/2016 περί αποκάλυψης φορολογητέας ύλης κρίθηκε ως τεχνητή διευθέτηση. Πιο συγκεκριμένα, κατόπιν φορολογικού ελέγχου, εκδόθηκε διορθωτικός προσδιορισμός φόρου εισοδήματος σε ομόρρυθμη εταιρεία η οποία σύμφωνα με τα όσα προέκυψαν, μετέφερε φορολογητέα ύλη σε ατομική επιχείρηση ενός εκ των μελών της. Ειδικότερα, η ομόρρυθμη εταιρεία είχε εταίρους δύο συζύγους και η ατομική αγροτική επιχείρηση ανήκε στην σύζυγο ενώ είχαν και οι δύο ως σκοπό την παραγωγή και πώληση γάλακτος. Ωστόσο, από τον έλεγχο προέκυψε ότι η ομόρρυθμη εταιρεία πωλούσε ποσότητα γάλακτος σημαντικά κατώτερη των παραγωγικών της δυνατοτήτων ενώ η ατομική αγροτική επιχείρηση που φορολογείται με ευνοϊκότερους όρους σημαντικά ανώτερη. Σύμφωνα με τον Ν. 4446/2016 και τις ευνοϊκές διατάξεις περί αποκάλυψης φορολογητέας ύλης, τα δύο νομικά πρόσωπα κατέθεσαν συμφωνητικά εκμίσθωσης μέσων παραγωγής και υπέβαλαν τις σχετικές τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α., χωρίς ωστόσο να αποφευχθεί η επιβολή του νόμιμου φόρου και των σχετικών προστίμων. Το ζήτημα οδηγήθηκε στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών η οποία συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία αποφάσισε ότι η σύναψη των μισθωτηρίων και η υποβολή των τροποποιητικών δηλώσεων βάσει των ευνοϊκών διατάξεων περί αποκάλυψης φορολογητέας ύλης αποτελούν μία επίπλαστη κατάσταση που σκοπός της είναι η απόδοση νομιμοφάνειας, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η μετατόπιση φορολογητέου εισοδήματος από την ομόρρυθμη εταιρεία στην ατομική επιχείρηση. Εντύπωση προκαλεί εν προκειμένω η αμφισβήτηση του ειδικού καθεστώτος οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης από τους φορολογούμενους που είχε δοθεί με το Ν. 4446/2016 (ΔΕΔ 200/2020).


Δεν συνιστούν «συμπληρωματικά στοιχεία» που να δικαιολογούν την επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής πέραν της πενταετίας τα συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτου. Σε πρόσφατη απόφασή του το ΣτΕ έλαβε υπόψη του ότι τα στοιχεία που αφορούν την αγορά ή πώληση ακινήτων στην ημεδαπή περιέρχονται σε γνώση της φορολογικής διοίκησης, αφενός κατά την υποβολή της δήλωσης φόρου μεταβίβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη και αφετέρου κατά την κοινοποίηση αντιγράφου των συμβολαίων μεταβίβασης από τον συμβολαιογράφο προς τον Οικονομικό Έφορο. Το γεγονός ότι η οικονομική υπηρεσία που υποβάλλεται το συμβόλαιο μεταβίβασης (της περιφέρειας του ακινήτου) μπορεί να διαφέρει από εκείνη που υπάγεται ο φορολογούμενος, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για να δικαιολογήσει αντίθετο συμπέρασμα. Η φορολογική διοίκηση έχει τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, ως επιμελώς δρώσα Διοίκηση, να τα λάβει επίκαιρα υπόψη, αξιοποιώντας κατάλληλα και τη σύγχρονη τεχνολογία, για την αποτελεσματική εκπλήρωση του ελεγκτικού έργου της, όχι μόνο σε σχέση με το φόρο μεταβίβασης ακινήτων, αλλά και για τις ανάγκες της φορολογίας εισοδήματος (ΣτΕ Β’ Τμ. 1348/2020).


Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε συνέχεια της ψήφισης του Ν. 4706/2020 σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και της υποχρέωσης τήρησης Πολιτικής Καταλληλόλητας των μελών ΔΣ, με εγκύκλιό της, προσδιόρισε τις αρχές που αφορούν στην επιλογή των μελών ΔΣ εισηγμένων εταιρειών καθώς και τα κριτήρια αξιολόγησης αυτών. Ειδικότερα, βασική αρχή αποτελεί η επιδίωξη της στελέχωσης του ΔΣ με πρόσωπα ήθους και φήμης που διαθέτουν τις απαιτούμενες, βάσει του ρόλου τους, δεξιότητες και εμπειρία. Επισημαίνεται ότι τα υποψήφια μέλη του ΔΣ σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων, εφόσον είναι εφικτό, την κουλτούρα, τις αξίες και την γενική στρατηγική της εταιρείας. Περαιτέρω, η καταλληλόλητα των μελών του ΔΣ αξιολογείται τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Σε ατομικό επίπεδο, τα μέλη του ΔΣ ελέγχονται για την επάρκεια γνώσεων και δεξιοτήτων, τα εχέγγυα ήθους και φήμης που διαθέτουν, την τυχόν ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων, την ανεξαρτησία της κρίσης τους και την επάρκεια χρόνου. Σε συλλογικό επίπεδο, ενδεικτικά, το ΔΣ ελέγχεται για το εάν οι τομείς γνώσεων των μελών του έχουν επαρκή συνάφεια με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας ή για το εάν η σύνθεσή του αντικατοπτρίζει τις γνώσεις που απαιτούνται για την ομαλή άσκηση των αρμοδιοτήτων του ενώ παράλληλα θεσπίζεται ελάχιστη εκπροσώπηση ανά φύλο σε ποσοστό 25%.